συνιστῶντα

συνιστῶντα
συνιστάω
BJ Prooem.
pres part act neut nom/voc/acc pl
συνιστάω
BJ Prooem.
pres part act masc acc sg
συνιστάω
BJ Prooem.
pres part act neut nom/voc/acc pl
συνιστάω
BJ Prooem.
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Λεζέ, Φερνάν — (Fernand Léger, Αρζαντάν 1881 – 1955). Γάλλος ζωγράφος, σχεδιαστής, σκηνογράφος και παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών. Παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, χωρίς να ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών. Το 1913 ανέπτυξε δική του …   Dictionary of Greek

  • μονοχρωμόμετρο — Όργανο με το οποίο μπορεί να απομονωθεί μία στενή ζώνη μηκών κύματος από μία δέσμη φωτός ή από άλλη ακτινοβολία. Συνήθως αυτό γίνεται δυνατό με ένα φράγμα περίθλασης ή πρίσμα που αναλύει τη δέσμη στα συνιστώντα μήκη κύματος, και μία λεπτή σχισμή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”